- σωληνεύομαι
- Α [σωλήν, -ῆνος]μετακινούμαι κυκλικά σαν να βρίσκομαι μέσα σε σωλήνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσωληνευόμην — σωληνεύομαι to be carried round as in a pipe imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)